- προηγορώ
- -έω, δωρ. τ. προαγορέω, Α [προήγορος]1. είμαι συνήγορος κάποιου στο δικαστήριο, συνηγορώ, υπερασπίζω κάποιον («προηγόρει δὲ αὐτῶν Θηραμένης», Ξεν.)2. (για Ρωμαίους υπάτους) είμαι αρχαιότερος στη σειρά3. (στον δωρ. τ.) προαγορέωέχω το αξίωμα τού προηγόρου.
Dictionary of Greek. 2013.